Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011

Στα όρια της θυσίας - Η ιστορία του Τρικαλινού Γιώργου Φωτίου Κουρεμένου που πολέμησε στο ύψωμα 731

Δημοσιευμένο στις εφημερίδες ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ της Λάρισας & ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ του Βόλου

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Στα όρια της θυσίας

(Με την ευκαιρία του εορτασμού της αντίστασης στο Ύψωμα 731 τον Μάρτιο του ’41.)


ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Πέμπτη, 10 Μαρτίου 2011

Γεώργιος Β. Παπαβασιλείου (για την αντιγραφή)
Πίνοντας τον καφέ με τον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Γιώργο Απ. Κουρεμένο από την κορυφή του Δήμου Πύλης ο λόγος μετά τα υπηρεσιακά, πήγε στις προσωπικές αναζητήσεις και γύρισε πίσω στα παλιά.
- Αφού νοιάζεσαι και ψάχνεις για το έπος του ’40 – 41 θα σου πω κι εγώ την ιστορία του θείου μου, του Γιώργου Φωτίου Κουρεμένου, του οποίου φέρω το όνομά του, όπως πολλές φορές μού τη διηγιόταν ο πατέρας μου, μια και εγώ δεν τον πρόλαβα στη ζωή.
- Εμείς στην Αλβανία πολεμήσαμε τέσσερα αδέρφια, έλεγε ο πατέρας μου. Ο Αριστείδης στο ιππικό, ο Δημήτρης τσολιάς, εγώ στο πεζικό και ο Γιώργος υπηρέτησε στο 5ο Σύνταγμα Τρικάλων. Όλοι πολεμήσαμε γενναία όπως και κάθε Έλληνας, ο Γιώργος όμως ξεχώριζε, ξεπέρασε κάθε όριο.
Μόλις έφερνε την κουβέντα στον Γιώργο, σηκωνόταν πάντοτε όρθιος. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω αν το έκανε από σεβασμό προς τον ήρωα αδελφό του ή τον συνέπαιρνε το οικογενειακό και πατριωτικό συναίσθημά του. Μιλούσε αργά, με βραχνή φωνή που φανέρωνε την έντονη συγκίνηση που τον κατείχε.
Ο αδελφός μου ο Γιώργος, του οποίου φέρεις το όνομα, έλεγε, ήταν άνδρας, γενναίο παλικάρι, δεν σκιαζόταν το φόβο.
Με τον πόλεμο του ’40 κατατάχτηκε στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού Τρικάλων και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες που έδωσε η μονάδα του. Άντεξε την πείνα και τις στερήσεις, υπέμεινε τις κακουχίες, τους πάγους και τα χιόνια χωρίς να πει κακό λόγο.
Εκεί όμως που αισθάνθηκε ότι μπορεί να είναι το τέλος του ήταν στο Ύψωμα 731, στην Εαρινή Επίθεση των Ιταλών.
Ανεβήκαμε στο Ύψωμα 731 στις 8 Μαρτίου αφού πρώτα κοινωνήσαμε και κάναμε Τρισάγιο για τους αδελφούς μας που θυσιάστηκαν στις προηγούμενες μάχες, έλεγε ο αδερφός μου. Ταγματάρχη είχαμε τον Δημήτριο Κασλά από το Πουρί του Βόλου. Επισκευάσαμε τα καταφύγια, τα ορύγματα και εφοδιαστήκαμε με οπλισμό. Ο διμοιρίτης μας Υπολοχαγός μας έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες και μας έδειξε τα καίρια σημεία, που έπρεπε νε επιτηρούμε περισσότερο.
Ξημέρωνε Κυριακή 9 Μαρτίου, η πρώτη μέρα της επίθεσης. Οι Ιταλοί άρχισαν να μας βάζουν με όλα τα μέσα. Το Ύψωμα 731 έγινε χειρότερο από κόλαση. Αμέτρητες οβίδες από τα κανόνια, βόμβες από τα αεροπλάνα, γάζωμα με τα πολυβόλα, όλμοι βροχή, έπεφταν όλα πάνω μας και τριγύρω. Ανασκάφτηκε ο τόπος, εκτυφλωτικές λάμψεις, τρομακτικές εκρήξεις, κορμοί δέντρων πετάγονταν στον αέρα, πυκνοί καπνοί σκέπασαν τα πάντα και βαριές μυρωδιές μας έφερναν ασφυξία. Φτάσαμε σε απόγνωση, στα όρια της τρέλας. Πολλοί δεν άντεξαν τόση κόλαση, πετάχτηκαν από τα ορύγματα και έχασαν τη ζωή τους.
Μόλις σταματούσε αυτός ο ανελέητος βομβαρδισμός άρχιζαν οι επιθέσεις των Ιταλών κατά κύματα. Πολεμούσαν γενναία για να ανέβουν στο ύψωμα. Τότε πεταγόμασταν από τα χαρακώματα και ορμούσαμε κατά πάνω τους. Πολεμούσαμε όμως εμείς γενναιότερα, τους τρέπαμε σε φυγή, τους κυνηγούσαμε και πολλές φορές τους χτυπούσαμε με την ξιφολόγχη.
Άρχιζε πάλι το κανονίδι, πάλι εμείς στα χαρακώματα και πάλι σκληρές μάχες εκ του συστάδην, σώμα με σώμα με τους Ιταλούς.
Τέσσερις σκληρές επιθέσεις, τέσσερις γενναίες αποκρούσεις. Το βράδυ, από τους δέκα της ομάδας, έλειπαν δύο. Σπάραξε η καρδιά μας για την απώλεια, κλάψαμε πολύ.
Τη νύχτα διορθώσαμε τα ορύγματα, γεμίσαμε τα όπλα, πήραμε από τρεις χειροβομβίδες και μείναμε άγρυπνοι από το φόβο του αιφνιδιασμού. Τα ιταλικά πολυβόλα κροτάλιζαν κατά διαστήματα για να μην ξεμυτίσουμε. Όταν ήταν ησυχία ακούγονταν οι σπαρακτικές κραυγές πόνου των τραυματιών που παρέμειναν αβοήθητοι. Ήταν κάτι που μας έφερνε λύπη αφάνταστη έστω και αν αυτές ήταν των εχθρών.
Πριν ξημερώσει ήρθε στο όρυγμά μας ο διμοιρίτης Υπολοχαγός, μάς εμψύχωσε πολύ, μας είπε ότι Ιταλοί δεν έσπασαν πουθενά στο μέτωπο, ούτε θα σπάσουν, γιατί κρατάμε όλοι πολύ καλά. Μας έδωσε τις τελευταίες οδηγίες και μας ευχήθηκε καλή νίκη.
Η δεύτερη ημέρα ήταν χειρότερη από την πρώτη. Η δυνατή βροχή, η πολλή λάσπη, το τσουχτερό κρύο και η αϋπνία μας είχαν εξουθενώσει. Αρχίζει ακόμα πιο σφοδρός βομβαρδισμός, ανελέητος, απερίγραπτος. Ήμαστε στα όρια να παραλογίσουμε. Πάλι τα ίδια, επίθεση των Ιταλών, αμέτρητοι, κατά κύματα, με πολυβόλα, αυτόματα, χειροβομβίδες και όλμους. Αντεπίθεση εμείς φωνάζοντας ΑΕΡΑΑΑΑΑ! Με αυτή την ιαχή γινόμαστε άλλοι άνθρωποι, ξεχνούσαμε τη ζωή μας και ορμούσαμε κατά πάνω τους με όλη μας την ψυχή. Οι Ιταλοί πολεμούσαν, αλλά δεν άντεχαν την ορμή μας, έφευγαν άτακτα, παρατούσαν τον οπλισμό και όσοι έμεναν αιχμαλωτίζονταν ή τους τρυπούσε η ξιφολόγχη.
Πολλές φορές δεν βλέπαμε πού πατούσαμε και σκοντάφταμε πάνω σε σώματα νεκρών Ιταλών που είχαν γεμίσει τις πλαγιές του 731.
Η τρίτη επίθεση των Ιταλών, προς το μεσημέρι, έγινε με μεγάλη σφοδρότητα. Είχαν εντολή να περάσουν. Πετάχτηκε η διμοιρία φωνάζοντας ΑΕΡΑΑΑΑΑΑ! Έγινε μάχη σκληρή, σώμα με σώμα, όποιος πάρει τον άλλον, είδαμε το χάρο με τα μάτια. Οι Ιταλοί έχασαν, οπισθοχώρησαν , αφήνοντας πολλούς νεκρούς και τραυματίες πίσω. Άρχισε πάλι το κανονίδι. Προλάβαμε να γυρίσουμε στο όρυγμα. Χάσαμε άλλους δύο. Έλειπε και ο Υπολοχαγός μας. Μας πήρε το παράπονο, σφίξαμε τα χείλη μας και να σε μια ανάπαυλα των βομβαρδισμών ακούμε τον Υπολοχαγό μας να σπαράζει και να μας καλεί σε βοήθεια. Είχε τραυματιστεί πολύ σοβαρά στο μηρό.
-Θα τον πάρουμε, είπαμε όλοι με μια φωνή. Ερχόμαστε, του φώναξα και βγήκαμε μόλις σταμάτησε το κανονίδι. Ακροβολιστήκαμε και πηγαίναμε σκυφτά με κάθε προφύλαξη να τον εντοπίσουμε μέσα στους πυκνούς καπνούς.
Οι Ιταλοί μας αιφνιδίασαν, τρία πολυβόλα έβαλαν ταυτόχρονα, έκαναν φράγμα και μας γάζωσαν. Η ομάδα εξουδετερώθηκε. Δεν ξέρω πώς βρέθηκα μπρούμυτα ανάμεσα σε δύο σώματα Ιταλών. Ο ένας ήταν ζεστός ακόμα, ίσως δεν είχε ξεψυχήσει, ήταν πλημμυρισμένος στο αίμα που έτρεχε από την κοιλιά του και στο χέρι κρατούσε μια χειροβομβίδα που δεν είχε απασφαλίσει. Την παίρνω, βγάζω και μια από τη ζώνη μου και παραμένω ακίνητος.
Οι Ιταλοί αφού δεν παρατήρησαν κάτι ύποπτο νόμισαν ότι μας έφαγαν όλους και άρχισαν να ανεβαίνουν χωρίς ιδιαίτερη προφύλαξη. Ήταν περισσότεροι από δέκα. Πριν ακροβολιστούν πολύ, πέταξα την πρώτη χειροβομβίδα. Χτυπήθηκαν τρεις, οι άλλοι αιφνιδιάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Έριξα πίσω τους άλλες δύο, μέσα στους καπνούς.
Σύρθηκα μέχρι τον Υπολοχαγό, τον βρήκα μισολιπόθυμο από το πολύ αίμα που έχασε. Τον φορτώθηκα και τον έφερα στο χαράκωμα. ΄Ηρθαν οι νοσοκόμοι και τον πήραν. Δεν πίστευα ότι καταφέραμε να ζήσουμε. Μόνο σε θαύμα αποδίδω τη σωτηρία μας.
Το βράδυ ήρθαν στην ομάδα νέα παιδιά από την εφεδρεία, είχαν πάρει μέρος σε πολλές μάχες και γνώριζαν να πολεμούν. Τους έδειξα τα κατατόπια και μετά πήγα παράμερα και έκλαψα για τους συντρόφους μου που ήμαστε μαζί πέντε μήνες. Καλύτερα να είχα φύγει κι εγώ μαζί τους.
Τις άλλες μέρες η φρίκη του πολέμου ήταν ίδια και χειρότερη. Πολέμησα με τη νέα ομάδα μου χωρίς καμιά προφύλαξη, δε μ’ ένοιαζε ο θάνατος. Ήταν το τυχερό μου κι έζησα εγώ μόνο από την πρώτη ομάδα μου. Έτσι έπρεπε να κάνουμε για να σώσουμε τον Υπολοχαγό μας.
Ας είναι καλά εκεί που βρίσκονται οι δύο μακαρίτες Ιταλοί που έγιναν προκάλυμμα για μένα και έτσι σώθηκε και ο Υπολοχαγός κι εγώ.
Δόξα το Θεό!
- Μόλις τελείωνε τη διήγηση ο πατέρας μου, είπε ο φίλος μου, δεν έμενε κοντά μου, έφευγε σιωπηλός βιαστικά σαν να ήθελε να κρύψει κάπου τον εαυτό του.
Επικράτησε λίγη σιωπή και μετά πρόσθεσε και αυτός με έκδηλη συγκίνηση:
-Αυτά, λοιπόν, φίλε μου, είχα για το ’40.
Κλείσαμε τον καφέ μας και αναχωρήσαμε χωρίς άλλη κουβέντα. Φαίνεται πως τούτη η ιστορία του ΄40 – ΄41 μπορεί ακόμα και σήμερα να ασκεί τη δική της επιρροή.